δῶσαν

δῶσαν
δίδωμι
Aër.
aor ind act 3rd pl (epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μυρωδιά — και μυρουδιά, η (Μ μυρωδιά και μυρωδία και μερωδία) 1. (γενικά) ευχάριστη ή δυσάρεστη οσμή 2. (ειδικά) ευχάριστη οσμή, ευωδιά («και πλουτίζει το πέλαγος από την μυρωδίαν τών χρυσών κίτρων», Κάλβ.) 3. (ειδικά) δυσάρεστη οσμή («μυρωδιά ξινίλας») 4 …   Dictionary of Greek

  • πεταξιά — η, Ν 1. το πέταμα, η ρίψη («τού δωσα μια πεταξιά στα σκουπίδια») 2. η εγκατάλειψη («τα παιδιά του τού δωσαν μια πεταξιά τώρα που γέρασε») 3. η σύντομη επίσκεψη («θά ρθω το απόγευμα μια πεταξιά»). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πεταξ τού αορ. πέταξ α τού πετώ + …   Dictionary of Greek

  • αλύπητος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δε δοκίμασε λύπες: Πέρασε μια ζωή αλύπητη. 2. αυτός για τον οποίο δε λυπάται κανείς: Ξοδεύει τα λεφτά του αλύπητα. 3. ο απόνετος, ο άσπλαχνος: Του δωσαν ξύλο αλύπητο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανελέητος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δε λυπάται τους άλλους, άσπλαχνος: Στους αντιπάλους του ήταν σκληρός και ανελέητος. 2. αυτός που δεν ελεήθηκε, που δεν του δωσαν ελεημοσύνη: Ακόμη και στα χωριά τον άφηναν ανελέητο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αντρομίδα — η χοντρό μάλλινο κλινοσκέπασμα με ωραία σχέδια και ζωηρά χρώματα: Για να σκεπαστεί του δωσαν μιαν άβαλτη αντρομίδα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αποναρκωτικός — ή, ό οκατάλληλος για απονάρκωση: Του δωσαν μεγάλη δόση αποναρκωτικού και δεν μπορούσαν να τον ξυπνήσουν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • απορροφητικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που χρησιμεύει για απορρόφηση: Το χαρτί που του δωσαν δεν ήταν απορροφητικό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐκηλίδωσαν — ἐκηλί̱δωσαν , κηλιδόω stain aor ind act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”